καρηβαρίη

καρηβαρίη
καρηβαρία
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρηβαρίῃ — καρηβαρία fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρηβαρία — και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) [καρηβαρώ] 1. πόνος τού κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος 2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» βάρος τής κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”